-
1 ἀνάγκη
ἀνάγκη, ἡ (mit ἄγκος, Enge, schwerlich mit ἀνάγω zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσϑαι, 12, 178; ἂψ ἴμεν, 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben ϑεσφάτων ἐλεύϑεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φϑογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου δολοποιός Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιϑέναι Xen. Lac. 10, 7; προςτιϑέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie πουλύπους ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ ϑεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; ϑεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παϑήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso ἀνάγκη ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, πᾶσα ἀνάγκη, oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' ἀνάγκη, auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; ἀνάγκη πολλή u. πολλή 'στι ἀνάγκη, in Behauptungen u. Bekräftigungen.
-
2 ἕρπω
ἕρπω, impf. εἷρπον, das Andere von ἑρπύζω, erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, kriechen, Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς ἤτοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονϑ' ὁ φϑόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, gehen, πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., δαίμων Ol. 13, 101, χρόνος N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχϑας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευϑον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεϑ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆϑος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦϑον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαϑά, das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φϑίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in ἐφέρπω, u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῠμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch ἑρπύζω, u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.
-
3 ἕρπω
ἕρπω, (1) langsam gehen, schleichen, kriechen; heimlich einherschleichen; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben; von kleinen Kindern; übertr., πρὸς τὸν ἔχονϑ' ὁ φϑόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort. (2) übh. wandeln, gehen; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆϑος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦϑον; d. i. was willst du sagen? καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαϑά, das Unglück wandelt sich in Glück; ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd; ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φϑίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Έντμοντον — (Edmonton). Πόλη (937.845 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Αλμπέρτα (661.848 τ. χλμ., 2.974.807 κάτ.). Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 665 μ., στην αριστερή όχθη του ποταμού Σασκάτσιουαν, στις ανατολικές υπώρειες των Βραχωδών Ορέων.… … Dictionary of Greek
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
Απολλωνίας, δήμος — Νέος δήμος (4.137 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μελισσουργού, Νέας Απολλωνίας, Νικομηδινού, Περιστερώνας και Στίβου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… … Dictionary of Greek